- λαθεμένος
- mistaken
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
λαθεύω — λαθεύω, λάθεψα, λαθεμένος βλ. πίν. 17 Σημειώσεις: λαθεύω : η μτχ. λαθεμένος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (→ μή σωστός, λανθασμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
Σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… … Dictionary of Greek
διαμαρτία — η (Α διαμαρτία) [διαμαρτάνω] ανώμαλη διάπλαση μέλους ή οργάνου νεογνού στην ενδομήτρια ζωή αρχ. 1. αποτυχία, σφάλμα 2. λαθεμένος υπολογισμός χρονικής περιόδου … Dictionary of Greek
παράκρουση — η / παράκρουσις, ούσεως, ΝΑ [παρακρούω] 1. εσφαλμένη κρούση μουσικού οργάνου, λαθεμένος μουσικός τόνος, παραφωνία 2. παραλογισμός, πλάνη 3. παραφροσύνη, τρέλα νεοελλ. (ψυχιατρ.) ακουστική παραίσθηση που αποτελεί ψυχικό και συνήθως παθολογικό… … Dictionary of Greek
πλημμελής — ές, ΝΜΑ νεοελλ. ελλιπής (α. «πλημμελής εργασία» β. «πλημμελής εκτέλεση καθήκοντος») μσν. αρχ. 1. παράφωνος 2. λαθεμένος, ελαττωματικός 3. δυσάρεστος, προσβλητικός. επίρρ... πλημμελώς / πλημμελῶς, ΝΜΑ κατά τρόπο πλημμελή, ελαττωματικά ή λαθεμένα.… … Dictionary of Greek
σούδα — I Τίτλος βυζαντινού λεξικού του 10ου αι. Και οι δύο τύποι του ονόματος είναι δυσετυ μολόγητοι. Η παλιά γραφή Σουίδας (λεξικό του Σουίδα) ελέγχεται λαθεμένος. Έχει διατυπωθεί η γνώμη ότι ο όρος «Σούδα» αποτελεί παραφθορά της λατινικής λέξης Guida… … Dictionary of Greek
στραβός — ή, ό / στραβός, ή, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από στραβισμό, ο αλλήθωρος νεοελλ. (για πράγμ.) 1. αυτός που δεν είναι ίσιος, ο στρεβλός (α. «στραβό σίδερο» β. «στραβό ξύλο» γ. «στραβές γραμμές») 2. τυφλός («στραβός από το ένα μάτι») 3.… … Dictionary of Greek
Αλιούσσα — Μικρό νησί στον Αργολικό κόλπο που αναφέρεται και από τον Παυσανία: «Από δε Σκυλλαίου πλέοντι ως επί την πόλιν άκρατε εστίν ετέρα Βουκεφάλα και μετά την άκραν νήσοι, πρώτη μεν Αλιούσσα· παρέχεται δε αύτη λιμένα ενορμίσασθαι ναυσίν επιτήδειον·… … Dictionary of Greek
αμαρτάνω — αμαρτάνω, αμάρτησα βλ. πίν. 104 και πρβλ. αμαρταίνω Σημειώσεις: αμαρτάνω : χρησιμοποιείται η λόγια μτχ. ημαρτημένος ως επίθετο με την έννοια λαθεμένος … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σφάλλω — σφάλλω, έσφαλα, εσφαλμένος βλ. πίν. 233 Σημειώσεις: σφάλλω : η μτχ. εσφαλμένος χρησιμοποιείται ως επίθετο (→ αυτός που περιέχει σφάλμα, λαθεμένος) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαθεύω — λάθεψα, λαθεμένος, αμτβ., κάνω λάθος, σφάλλω, πέφτω έξω: Λάθεψα στην κρίση μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)